ανάξεση

ανάξεση
η
1. το εκ νέου ξύσιμο
2. αναζωπύρωση, αναμόχλευση, ανακίνηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αναξέω. Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Ακρόπολις].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αναξέω — (Α ἀναξέω) νεοελλ. 1. (για πληγές) ερεθίζω με ξύσιμο, ανοίγω πάλι το τραύμα 2. (για εχθρότητα, πάθος κ.λπ.) ανανεώνω, υποδαυλίζω, επαναφέρω σε οξύτητα αρχ. κάνω κάτι λείο ή στιλπνό, λειαίνω, στιλβώνω, γυαλίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + ξέω «ξύνω,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”